αρρυμούλκητος

αρρυμούλκητος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δε ρυμουλκήθηκε ή δεν μπορεί να ρυμουλκηθεί: Το πλοίο μένει ακόμη αρρυμούλκητο.
2. αυτός που δεν παρασύρεται ιδεολογικά από άλλους, σταθερός στις ιδέες του: Τον ξέρω αυτόν, είναι άνθρωπος σταθερός, αρρυμούλκητος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”